απαξιώ — (Α ἀπαξιῶ, όω) θεωρώ ότι δεν αξίζει τον κόπο να κάνω κάτι («απαξιώ να απαντήσω») αρχ. 1. θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο λόγου, ασήμαντο 2. κρίνω κάποιον ότι δεν αξίζει για κάτι … Dictionary of Greek
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
επιφυλάσσω — (Α ἐπιφυλάσσω και αττ. τ. ἐπιφυλάττω) φυλάω και προορίζω για κάποιο σκοπό, περιμένω την κατάλληλη περίσταση (α. «η τύχη τού επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς πόδας πλοῡν ἐπιφυλαττέτω», Πλάτ.) νεοελλ. μέσ.… … Dictionary of Greek
κερατένιος — α, ο [κέρατο] 1. αυτός που έχει κέρατα 2. ο κατασκευασμένος από κέρατα 3. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, δυσχερής («δεν μπόρεσα να απαντήσω σ αυτές τις κερατένιες τις ερωτήσεις») 3. δυσάρεστος, ενοχλητικός («την κερατένια τη βροχή δεν λέει να… … Dictionary of Greek
κομπλάρω — 1. (για πρόσ.) αισθάνομαι αμηχανία ή συστολή μπροστά σε κάποιον ή σε μια κατάσταση, τά χάνω, σαστίζω («η ερώτηση ήταν τόσο αδιάκριτη που κομπλάρησα να απαντήσω») 2. κάνω κάποιον να νιώσει αμηχανία, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν.… … Dictionary of Greek
σιωπή — η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. σωπή Α 1. η έλλειψη, η διακοπή, η παύση τής ομιλίας (α. «ο πρόεδρος τού σώματος επέβαλε σε όλους σιωπή» β. «τῇ... σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη», Θουκ.) 2. (κατ επέκτ.) η έλλειψη κάθε θορύβου, ησυχία, γαλήνη, σιγή (α. «άκρα τού… … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
συμμετατίθημι — Α 1. μεταθέτω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. παθ. συμμετατίθεμαι μεταβάλλομαι συγχρόνως με άλλον 3. φρ. «τὸν θυρεὸν συμμετατίθεμαι πρὸς τὸν τῆς πληγῆς καιρόν» μετακινώ ταυτόχρονα την ασπίδα μου ώστε να απαντήσω και να αποφύγω το χτύπημα τού… … Dictionary of Greek
υποτυγχάνω — Α [τυγχάνω] διακόπτω κάποιον για να απαντήσω … Dictionary of Greek
Αιξωνή — Αρχαίος δήμος της Αττικής, τόπος της Κεκροπίας φυλής, που ονομάστηκε έτσι από τον επώνυμο ήρωα Αίξωνα. Βρισκόταν κοντά στον Αλικούντα (σημερινό Ελληνικό Γλυφάδα) και ήταν ένας από τους πιο πλούσιους δήμους της Αττικής. Είχε ναό της Ήβης. Οι… … Dictionary of Greek